ψίκι

ψίκι
το обл свадебное шествие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψίκι" в других словарях:

  • ψίκι — το, Ν νυφική πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀψίκιον (< λατ. obsequium «χάρις»] …   Dictionary of Greek

  • ψίκι — το (λ. λατ.), νυφική συνοδεία, πομπή νυφική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψικεύω — Ν [ψίκι] 1. συμμετέχω σε νυφική πομπή, σε ψίκι 2. ξεπορτίζω …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»